μακάβριος

μακάβριος
-α, -ο
(λ. γαλλ.), αυτός που προκαλεί τη φρίκη του θανάτου, νεκρικός, φρικιαστικός: Μας συγκλόνισε το μακάβριο νέο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μακάβριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεκρούς ή στον θάνατο 2. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, τρομακτικός. επίρρ... μακάβρια με μακάβριο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. macabre, πιθ. από το όν. ενός ζωγράφου Macabre, που ζωγράφισε χορό… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”